- άστατος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν είναι σταθερός, αυτός που εύκολα αλλάζει: Ο καιρός το φετινό καλοκαίρι ήταν άστατος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄστατος — never standing still masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστατος — η, ο (AM ἄστατος, ον) [ίστημι] 1. αυτός που διαρκώς κινείται 2. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («ἄστατος καιρός, χαρακτήρας τύχη», «τὸ τῆς τύχης ἄστατον») αρχ. 1. ο ασαφής («ἄστατος θεωρία») 2. εκείνος που εμποδίζει κάποιον να σταθεί όρθιος… … Dictionary of Greek
ἄστατον — ἄστατος never standing still masc/fem acc sg ἄστατος never standing still neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάτου — ἄστατος never standing still masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάτῳ — ἄστατος never standing still masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστατα — ἄστατος never standing still neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστατε — ἄστατος never standing still masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) … Wikipedia
ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα … Dictionary of Greek
συναστατώ — έω, Μ είμαι άστατος ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀστατῶ «δεν είμαι σταθερός, κινούμαι συνεχώς» (< ἄστατος)] … Dictionary of Greek